τρικαντό

τρικαντό
το см. τρίκοχος 2.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τρικαντό" в других словарях:

  • τρικαντό — το, Ν τρίκοχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανεστραμμένο γείσο σε σχήμα τριπλεύρου και με φτερά …   Dictionary of Greek

  • τρικαντό — το τρίκοχο, τρίπτυχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανασηκωμένο το γείσο σε σχήμα τρίπλευρο και στολισμένο με φτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκοχος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο γωνιώδεις προεξοχές 2. επίσημο καπέλο τών διπλωματών, τρικαντό 3. το ουδ. ως ουσ. το δίκοχο στρατιωτικό πηλήκιο χωρίς γείσο, με δύο μυτερές άκρες μπρος και πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόχη*. Το ουδ. δίκοχο με τη …   Dictionary of Greek

  • τρίπτυχος — η, ο / τρίπτυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο 1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • τρίπτυχος — η, ο 1. που διπλώνεται στα τρία, που έχει τρεις πτυχές. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίπτυχο, το συγκρότημα τριών συνθέσεων εικονογραφίας ή ξυλογλυπτικής, που συνδέονται μεταξύ τους, ώστε οι δύο πλευρικές διπλώνονται στην κεντρική. 3. τρίκοχο καπέλο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»